καταφλογίζω

καταφλογίζω
(AM καταφλογίζω)
(επιτ. τ. τού φλογίζω) πυρπολώ, κατακαίω
νεοελλ.
καταφλογίζομαι
πάσχω από φλόγωση
μσν.
1. (για συναίσθημα) μτφ. φλέγω, πυρπολώ
2. (για τον θάνατο) μτφ. εξαφανίζω («τοὺς πάντας θάνατος, Ἅδης καταφλογίζει», Αχιλλ.)
3. μέσ. (για συναίσθημα) μτφ. φλέγομαι
4. (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) καταφλογισμένος, -η, -ον
απαίσιος, δυσοίωνος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καταφλογίζῃ — καταφλογίζω set on fire pres subj mp 2nd sg καταφλογίζω set on fire pres ind mp 2nd sg καταφλογίζω set on fire pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταφλογίσει — καταφλογίζω set on fire aor subj act 3rd sg (epic) καταφλογίζω set on fire fut ind mid 2nd sg καταφλογίζω set on fire fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”